- ζουρλαμάδα
- η1. τρελή ή ανόητη σκέψη ή πράξη2. παραφροσύνη, τρέλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ζουρλαμάρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζουρλαμάρα — η παραφροσύνη, τρέλα, παλαβομάρα, ανοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουρλός + κατάλ. (α)μάρα* (πρβλ. βουβ αμάρα, σαχλ αμάρα, τρελ αμάρα, χαζο μάρα). Ο τ. ζουρλαμάδα < ζουρλαμάρα με επίδραση τών παραγώγων σε άδα (ασκημ άδα, νοστιμ άδα, χλομ άδα κ.τ.ό.)] … Dictionary of Greek